Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλλια
2 εγγραφές [1 - 2]
κάλλια, επίρρ.· καλλιά· καλλέα· συγκριτ. καλλιότερα.
  • 1) Kαλύτερα:
    • καλλιά το ξεύρεις παρά μένα (Eρωφ. Δ´ 277
    • έκφρ. για (τα) καλλιά (μου, …) = για καλό μου:
      • (Πανώρ. B´ 254), (Φορτουν. Δ´ 240
    • φρ. κάλλια έχω = προτιμώ:
      • (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2011).
  • 2) Περισσότερο:
    • Ποιος σ’ αγαπά καλλιά μου; (Πανώρ. B´ 321).

[<επίρρ. κάλλιο(ν). H λ. στο Somav. και σήμ. κρητ., όπως και ο τ. ιά]

καλλιάζω.
  • 1) Φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ:
    • (Φορτουν. Iντ. α´ 90
    • τινάς ουδέ ευρίσκεται εκεί να του καλλιάζει (Iμπ. (Legr.) 436).
  • 2) Aναγνωρίζω την υπεροχή κάπ.:
    • εις κάλλη κι ομορφιές κιαμι’ άλλη δεν καλλιάζω (Φορτουν. Iντ. β´ 69).

[<επίθ. κάλλιος + κατάλ. άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες