Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιερόπραξις η.
-
- (Εκκλ.) ενέργεια, τελετή ή ευχή με αγιαστικό χαρακτήρα στο πλαίσιο της λατρείας ή σε ειδικά καθορισμένες περιπτώσεις:
- διά την υπηρεσίαν των θείων μυστηρίων και άλλων ιεροπράξεων (Χριστ. διδασκ. Προοίμ. [δ´]).
[<επίθ. ιερός + ουσ. πράξις· πβ. το νεότ. ιεροπραξία]
- (Εκκλ.) ενέργεια, τελετή ή ευχή με αγιαστικό χαρακτήρα στο πλαίσιο της λατρείας ή σε ειδικά καθορισμένες περιπτώσεις: