Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θύννα η· αθύννα.
-
- Είδος ψαριού, τόνος:
- (Προδρ. IV 296).
- Ως προσωποπ.:
- (Οψαρ. 36118).
[αρχ. ουσ. θύννα. Πβ. σημερ. ιδιωμ. τούννα]
- Είδος ψαριού, τόνος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. θύννα. Πβ. σημερ. ιδιωμ. τούννα]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |