Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμώνω
1 εγγραφή
θυμώνω· μτχ. ενεστ. θυμώντας.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ (Μτβ.) προκαλώ την οργή κάπ., θυμώνω κάπ.:
      • (Πεντ. Δευτ. IX 8).
    • Β´ Αμτβ.
      • α) Οργίζομαι, θυμώνω:
        • εθύμωσε ως δράκος (Διακρούσ. 8811
      • β) (προκ. για ζώα) αγριεύω:
        • Η αρκούδα … πολλά θυμώνει (Διγ. O 1332).
  • II. Μέσ.
    • 1) Οργίζομαι, θυμώνω:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 2745
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Λίβ. Esc. 3916).
    • 2)
      • α) Εξεγείρομαι, επαναστατώ· δεν υπακούω σε κάπ.:
        • θυμώθου· αφόν πιον δεν ολπίζεις … (Κυπρ. ερωτ. 9320
      • β) (προκ. για ζώα) αγριεύω, αφηνιάζω:
        • (Χρον. Μορ. H 5074).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1)
      • α) Οργισμένος, θυμωμένος· αγριεμένος:
        • (Ερωφ. Δ´ 494
      • β) άγριος, ανήμερος:
        • Ο δε σινιόρ Μερκούριος ως λέων θυμωμένος (Κορων., Μπούας 80).
    • 2) Ψυχωμένος, θαρραλέος:
      • στρατόν … εις το πολεμείν άπαντα θυμωμένον (Κορων., Μπούας 47).

[αρχ. θυμόω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες