Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμός
1 εγγραφή
θυμός ο.
  • 1)
    • α) Οργή, θυμός:
      • (Ερωφ. Δ´ 276
      • φρ.
        • (1) ανεβάζω θυμόν = θυμώνω:
          • (Λόγ. παρηγ. O 708
        • (2) ανεβαίνω εις θυμόν = θυμώνω:
          • (Λόγ. παρηγ. L 698
    • β) (ως σύστ. αντικ.):
      • (Λίβ. N 1005
    • γ) πολεμικό μένος, μανία:
      • πελεκυφόρους … αρεϊκῴ θυμῴ ζέοντας (Δούκ. 22725
    • δ) (μεταφ.) θαλασσοταραχή:
      • η θάλασσα, όταν θυμόν … πιάνει (Αχέλ. 625
      • έκφρ. θυμός της θάλασσας = θαλασσοταραχή:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30022).
  • 2) Καταστροφή:
    • εστράφην (ενν. η γυναίκα του Λωτ) κι είδεν τον θυμόν (Χούμνου, Κοσμογ. 1140).
  • 3)
    • α) Διάθεση:
      • (Λίβ. Esc. 301
      • έκφρ. από θυμού = πρόθυμα:
        • (Λίβ. Esc. 1322
    • β) επιθυμία, πόθος:
      • (Διγ. Άνδρ. 3969
    • γ) το θυμικό μέρος, το θυμοειδές:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 33r).
  • 4) Δηλητήριο:
    • θυμός των οφιών (Πεντ. Δευτ. XXXII 33).

[αρχ. ουσ. θυμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες