Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυμιατήρι(ον) το· θυμιαντήρι.
-
- Θυμιατό, λιβανιστήρι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 7248 κριτ. υπ.)·
- (προκ. για την Παναγία):
- θυμιατήριον χρυσούν (Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 85).
[αρχ. ουσ. θυμιατήριον. Τ. ‑ντήριον σε επιγρ. (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. (‑ι)]
- Θυμιατό, λιβανιστήρι: