Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θροΐζομαι
1 εγγραφή
θροΐζομαι.
  • α) Τρομάζω:
    • ο δεσπότης … πάντα εθροΐζετον και πάντα εφοβάτον (Χρον. Τόκκων 3305
  • β) ταράσσομαι:
    • μέσα του εθροΐζετον, έπνησκ’ εκ τον θυμόν του (Θησ. Η´ [496]).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = τρομαγμένος:
    • Η κόρη εκροτίστηκε κι εστάθη θροϊσμένη (Θησ. Ε´ [811]).

[<αόρ. του θροώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες