Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεωρία
1 εγγραφή
θεωρία η· θεωριά· θωρία· θωριά.
  • 1)
    • α) Θέα:
      • Περί θεωρίας θαλάσσης (Βακτ. αρχιερ. 154
    • β) θέαμα:
      • (Ερωφ. Δ´ 201
      • εκφρ.
        • (1) θεωρίας ένεκεν = για να φαίνεται κ.:
          • (Ψευδο-Σφρ. 4823
        • (2) εις την θεωρίαν τινός = μπροστά σε κάπ.:
          • (Ασσίζ. 22515).
  • 2)
    • α) Όψη, μορφή, εμφάνιση:
      • ήμερη δεν είδα τη θωριά σου (Στάθ. Α´ 274
    • β) ωραία όψη, ομορφιά:
      • ο λίθος να θαμπώνεται, να χάνεται η θεωριά του (Φλώρ. 282
    • γ) φρ. δίνω πίστη και θωριά = εμπνέω εμπιστοσύνη:
      • (Ζήν. Β´ 96).
  • 3)
    • α) Βλέμμα, ματιά:
      • δος μου μια γλυκιά θωριά (Ερωφ. Δ´ 401
    • β) «όραση»:
      • η γεροντοσύνη λιγανίσκει την θωριάν (Ξόμπλιν φ. 124r).
  • 4) Στολίδι, στολισμός:
    • Ετέραν θεωρίαν τε ουκ είχεν (ενν. η βασίλισσα) ουδεμία (Αρσ., Κόπ. διατρ. [870]).
  • 5) Ενόραση:
    • Επάν … η διάνοια αρθῄ εκ θείας θεωρίας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1618).
  • 6) Όνειρο, όραμα:
    • με θωριές άγριες ξυπούμαι (Ροδολ. Α´ 526).
  • 7) Επίσκεψη:
    • της εις εκείνην (ενν. την οσίαν) … θεωρίας βασιλέως (Σφρ., Χρον. 5021).

[αρχ. ουσ. θεωρία. Οι τ. θωρία (Meursius) και θωριά (Du Cange) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες