Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμοφαγία η.
-
- (Προκ. για γεράκι) δίαιτα με κρέας ζεστό, από ζώο δηλαδή που έχει πρόσφατα θανατωθεί:
- (Ιερακοσ. 4443, 37512).
[<επίθ. θερμός + αόρ. του τρώγω]
- (Προκ. για γεράκι) δίαιτα με κρέας ζεστό, από ζώο δηλαδή που έχει πρόσφατα θανατωθεί: