Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμοδότης ο.
-
- Αυτός που έχει ως υπηρεσία να φέρνει ζεστό νερό και να το ρίχνει στα χέρια όσων έχουν τελειώσει το φαγητό τους για να νιφτούν:
- (Προδρ. IV 66).
[<ουσ. θερμόν + ‑δότης. Η λ. τον 7. αι. (Lampe) και σε Γλωσσάρ.]
- Αυτός που έχει ως υπηρεσία να φέρνει ζεστό νερό και να το ρίχνει στα χέρια όσων έχουν τελειώσει το φαγητό τους για να νιφτούν: