Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμαλατέα η.
-
- Πρόχειρο φαγητό από βραστό νερό και λίγο λάδι ή και ξίδι, σκόρδο, κ.τ.ό., όπου μούσκευαν ξερό ψωμί:
- (Προδρ. IV 376).
[<ουσ. θερμόν + αλάτι(ον) + κατάλ. ‑έα. Τ. ‑ία σήμ. ιδιωμ. (Κονόμος). Η λ. στο Du Cange App.]
- Πρόχειρο φαγητό από βραστό νερό και λίγο λάδι ή και ξίδι, σκόρδο, κ.τ.ό., όπου μούσκευαν ξερό ψωμί: