Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεοφρούρητος, επίθ.
-
- Που τον προστατεύει ο Θεός:
- τῳ θεοφρουρήτῳ παλατίῳ (Ωροσκ. 389).
[<ουσ. Θεός + φρουρώ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]
- Που τον προστατεύει ο Θεός:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. Θεός + φρουρώ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |