Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοφρούρητος
1 εγγραφή
θεοφρούρητος, επίθ.
  • Που τον προστατεύει ο Θεός:
    • τῳ θεοφρουρήτῳ παλατίῳ (Ωροσκ. 389).

[<ουσ. Θεός + φρουρώ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες