Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοκτόνος
1 εγγραφή
θεοκτόνος, επίθ.
  • Που σκότωσε το Θεό, δηλ. το Χριστό:
    • Ιουδαίων των θεοκτόνων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1210).

[<ουσ. Θεός + κτείνω. Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες