Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεληματικώς
1 εγγραφή
θεληματικώς, επίρρ.
  • Με τη θέληση κάπ., οικειοθελώς:
    • εβρούθησεν … θεληματικώς το κτηνόν (Ασσίζ. 11128
    • θεληματικώς σιμώνει μοναχός του (Ερωτόκρ. Δ´ 1864).

[<επίθ. θεληματικός. Η λ. το 12. αι. (L‑S, λ. ός) και στο Somav. (λ. ά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες