Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαρσαλεύω.
-
- Παίρνω θάρρος:
- (Λέοντ., Αίν. I 180).
[<επίθ. θαρσαλέος + κατάλ. ‑εύω. Πβ. θαρσαλεόω τον 9. αι. (Steph.)]
- Παίρνω θάρρος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. θαρσαλέος + κατάλ. ‑εύω. Πβ. θαρσαλεόω τον 9. αι. (Steph.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |