Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαρσαλεύω
1 εγγραφή
θαρσαλεύω.
  • Παίρνω θάρρος:
    • (Λέοντ., Αίν. I 180).

[<επίθ. θαρσαλέος + κατάλ. εύω. Πβ. θαρσαλεόω τον 9. αι. (Steph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες