Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θανατερός, επίθ.
-
- Θανάσιμος, θανατηφόρος:
- η πληγή σου, κάτεχε, θανατερή δεν είναι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1274]).
[<επίθ. θανατηρός (12. αι., L‑S). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Θανάσιμος, θανατηφόρος: