Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θήκη
1 εγγραφή
θήκη η.
  • 1) Θήκη:
    • Βάλε στη θήκη το σπαθί (Πανώρ. Β´ 554).
  • 2) Αποθήκη, κατάστημα:
    • έβαλον τα πράγματα ένδοθεν εις τας θήκας (Διγ. Z 1227
    • (σε παροιμ.· βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Δ´ 635-6):
      • Εβραίος όζει και βρομεί και όλη του η θήκη (Διήγ. παιδ. 424).
  • 3) Ταμείο· περιουσία (πβ. ενθήκη):
    • Εσύ έφαγες την θήκην σου (Πουλολ. 14 κριτ. υπ).
  • 4) Χώρος όπου αποθηκεύεται νερό, για να χρησιμοποιηθεί σε λουτρό:
    • εποίησαν εις το λουτρόν ολόχαλκον την θήκην (Διγ. Z 113).

[αρχ. ουσ. θήκη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες