Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέλησις
1 εγγραφή
θέλησις ‑ση η· πληθ. θέλησες.
  • 1) Βούληση, θέληση:
    • η γυναίκα νόμο τση να ’χει τ’ αντρός τση πρέπει τη θέληση (Ροδολ. Α´ 652
    • φρ. είμαι στη θέληση κάπ. = βρίσκομαι στη διάθεση, είμαι στις προσταγές κάπ.:
      • (Φαλιέρ., Ρίμ. 257).
  • 2) Επιθυμία, πόθος:
    • θέλησιν σην εκπλήρου (Βίος Αλ. 793).
  • 3) Συγκατάθεση, συναίνεση:
    • ουδέν ημπορεί κανείς αγοραστής το ανάστημαν τό κείθεται απάνω εις άλλου γην να το αγοράσει άνευ της θελήσεως εκείνου (Ασσίζ. 45330).

[αρχ. ουσ. θέλησις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες