Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημίξηρος
1 εγγραφή
ημίξηρος, επίθ.
  • Μισολιπόθυμος:
    • πίπτει του ίππου επιληψίᾳ κεκρατημένος ημίξηρος (Δούκ. 16312).

[μτγν. επίθ. ημίξηρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες