Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλιο
17 εγγραφές [1 - 10]
ηλιοαστραπτωμένος, μτχ. επίθ.
  • Που λάμπει σαν τον ήλιο:
    • (Ιμπ. (Legr.) 112).

[<ουσ. ήλιος + μτχ. *αστραπτωμένος του αστράπτω]

ηλιοβασίλευμαν το· ηλιοβασίλεμαν.
  • Δύση του ήλιου:
    • προς το ηλιοβασίλευμαν, ότε αρχεύει η νύκτα (Λίβ. Sc. 989).

[<ουσ. ήλιος + βασίλευμαν. Ο τ. και σήμ. (α)]

ηλιογέννημα το.
  • Η «ηλιογέννητη»:
    • τότε το ηλιογέννημα τον άγουρον ελάλει (Διγ. Gr. 1586).

[<ουσ. ήλιος + γέννημα]

ηλιογεννημένος, μτχ. επίθ.
  • Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
    • της κόρης … της ηλιογεννημένης (Διγ. Esc. 441).

[<ουσ. ήλιος + μτχ. παρκ. του γεννώ]

ηλιογέννητος, επίθ.
  • Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
    • Κοράσιον ηλιογέννητον (Λίβ. Sc. 825).

[<ουσ. ήλιος + γεννώ]

ηλιόκαλος, επίθ.
  • Ωραίος σαν τον ήλιο·
    • (εδώ το θηλ. ως ουσ.):
      • η ηλιόκαλος προς τον άγουρον έφη (Διγ. Gr. 1430).

[<ουσ. ήλιος + επίθ. καλός]

ηλιόκαυτον το.
  • Ψάρι, χταπόδι ή αστακός αποξηραμένος στον ήλιο:
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 3043).

[<μτγν. επίθ. ηλιόκαυστος. Τ. λιόκαυτο σήμ. ιδιωμ.]

ηλιόκλιμαν το· ’λιόκλιμαν.
  • Δύση του ηλίου, δειλινό:
    • Ήτον ηλιόκλιμαν του ηλιού (Χούμνου, Κοσμογ. 551).

[<ουσ. ήλιος + κλίμαν]

ηλιοκόσμητος, επίθ.
  • Που στολίζεται από τον ήλιο:
    • ουρανός ηλιοκόσμητος (Χίκα, Μονωδ. 34).

[<ουσ. ήλιος + κοσμώ]

ηλιοκυκλοθεώρημαν το.
  • (Λαμπρό) βλέμμα:
    • το ηλιοκυκλοθεώρημαν το ολοέκλαμπρόν της (Φλώρ. 77).

[<ουσ. ήλιος + *κυκλοθεώρημαν]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες