Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλιακός, επίθ.· ελιακός.
-
– Βλ. και ’λιάτσι το.
- α) Που αναφέρεται στον ήλιο ή που προέρχεται από τον ήλιο:
- ηλιακάς ακτίνας (Διγ. Z 310)·
- β) προσήλιος:
- εις τόπους ηλιακούς (Φυσιολ. (Zur.) XXI 23).
- Το αρσ. και το ουδ. ως ουσ. = εξώστης, μπαλκόνι που εκτίθεται στον ήλιο, λιακωτό:
- η ρήγαινα εκάτσεν εις τον ηλιακόν (Μαχ. 5012· Λίβ. N 1278).
[μτγν. επίθ. ηλιακός. Η λ. και σήμ.]
- α) Που αναφέρεται στον ήλιο ή που προέρχεται από τον ήλιο: