Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηγούμενος ο· ’γούμενος.
-
- 1) Αρχηγός· οδηγός:
- βασιλέας τούτων συν ηγουμένοις τοις αυτών (Βίος Αλ. 5472).
- 2) Ηγούμενος:
- άμε να ’σαι στο μοναστήρι ’γούμενος (Ζήν. Α´ 302).
[αρχ. ουσ. ηγούμενος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αρχηγός· οδηγός: