Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζήλος (I) ο.
-
- 1) Ζήλεια, φθόνος:
- (Φλώρ. 1143).
- 2) Προθυμία, ζέση, ζήλος:
- (Λίμπον. 163).
- 3) Σφοδρή επιθυμία· πόθος:
- (Διγ. Esc. 1143).
- 4) Άμιλλα:
- ο φθόνος έν’ κακός, αλλ’ ουχί και ο ζήλος (Κορων., Μπούας 141).
[αρχ. ουσ. ζήλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ζήλεια, φθόνος:
- ζήλος (II) το.
-
- Δυνατή επιθυμία, πόθος:
- Το ζήλος τούτο … γεννάται από ψυχής οπ’ αγαπά περίσσια (Φαλιέρ., Ιστ. 585).
[<ουσ. ζήλος ο με αλλαγή γένους]
- Δυνατή επιθυμία, πόθος: