Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωοτροφώ
1 εγγραφή
ζωοτροφώ· ζωοθροφώ.
  • (Μέσ.) τρέφομαι:
    • ου γαρ είχον τι ζωοτροφείσθαι (Έκθ. χρον. 226).

[μτγν. ζωοτροφέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες