Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωντανός
2 εγγραφές [1 - 2]
ζωντανός, επίθ.· ?ζώντανος.
  • 1) Ζωντανός:
    • ολίγοι μείναν ζωντανοί, οι άλλοι εκοπήκαν (Διακρούσ. 8517).
  • 2)
    • α) Που υπάρχει πραγματικά, που υφίσταται:
      • Το γράμμα είναι ζωντανόν, ποτέ δεν απεθνήσκει (Ιστ. Βλαχ. 65
    • β) αληθινός:
      • φωνή Θεού ζώντανου (Πεντ. Δευτ. V 23).
  • 3) Αναμμένος:
    • τα κάρβωνα τα ζωντανά (Σταφ., Ιατροσ. 357).
  • Ο πληθ. του αρσ. ως ουσ. = οι άνθρωποι:
    • στην συντροφιά των ζωντανών εγώ δεν τονε βάνω (Ριμ. κόρ. 663).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ζώο:
    • από όλο το ζωντανό από παν σάρκα, δυο από όλα να φέρεις προς το κιβωτό (Πεντ. Γέν. VI 19).

[<αιτιατ. ζώντα (της αρχ. μτχ. ζων) + κατάλ. νός. Η λ. στο Du Cange, στο LBG και σήμ.]

ζωντανοσύνη η.
  • Ζωντάνια, ζωηρότητα:
    • ζωντανοσύνη του νου (Μπερτόλδος 4).

[<επίθ. ζωντανός + κατάλ. σύνη. Η λ. στο Du Cange (λ. ζωντανός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες