Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωηρός, επίθ.· ζωερός.
-
- 1) Αυτός που δίνει ζωή:
- την ζωεράν την χάριν παίρνου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α´ [33]).
- 2) Φοβερός:
- Ιησού Χριστέ, … μη οργισθῄς ημίν … επιδείξασθαι τα ζωηρά σου παθήματα (Μυστ. 49).
[<ουσ. ζωή + κατάλ. ‑ηρός. Η λ. τον 4. αι. (Lampe), στη Σούδα και σήμ.]
- 1) Αυτός που δίνει ζωή: