Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωγραφιστός, επίθ.· ζγουραφιστός· ζουγραφιστός· ζωγγραφιστός.
-
- 1) Ζωγραφισμένος, που έχει ζωγραφιές:
- σκουτέλλια … ζωγγραφιστά (Ασσίζ. 49523).
- 2) Ζωγραφιστός, ζωγραφισμένος:
- Εκεί δ’ εστί ζωγραφιστός εν μέρει της εῴας ο δικαιότατος κριτής (Παϊσ., Ιστ. Σινά 919).
[<ζωγραφίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Ζωγραφισμένος, που έχει ζωγραφιές: