Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζοχή η.
-
- Είδος φαγώσιμου χόρτου, ο ζοχός:
- ζοχήν βοτάνην δος πιείν μετά οίνου (Ιατροσόφ. 6919 (ίσως ορθότ. ζοχίν)).
[πιθ. <ουσ. ζοχίν (LBG, λ. ‑ίον· σήμ. στον πληθ.) <ζόχος (LBG· σήμ. ‑ός) <αρχ. ουσ. σόγχος, με αλλαγή γένους]
- Είδος φαγώσιμου χόρτου, ο ζοχός: