Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζοφός, επίθ.
-
- Κούφιος, άδειος:
- ζοφά και διχώς να είναι γεμάτα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v).
[<αρχ. επίθ. σομφός. Τ. ζου‑ σήμ. ιδιωμ. (Δημ.). Η λ. στον Ευστάθιο (LBG), στο Somav. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Κούφιος, άδειος: