Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουγλός
1 εγγραφή
ζουγλός, επίθ.· ζουγκλός.
  • α) (Προκ. για χέρι ή πόδι) ανάπηρος:
    • (Ροδολ. Α´ 394
  • β) ανάπηρος (στο χέρι ή στο πόδι):
    • μηδέ στραβός μηδέ ζουγλός (Ερωτόκρ. Α´ 1023).

[<ουσ. ζάγκλον - ζαγκλόν. Η λ. το 12.(;) αι. (Προδρ., Στ. δεητ. 40), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες