Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζημία η· εζημία· εζημιά· ζημιά.
-
- 1)
- α) Ζημία, βλάβη:
- (Ιστ. Βλαχ. 1064)·
- β) αναποδιά:
- εκεί εσυνεπήντησαν ζημίαν (Φλώρ. 26)·
- γ) φρ. δίδω ή πολεμώ ή γυρίζω ζημίαν = κάνω ζημιά, «κακό» σε κάπ., βλάπτω κάπ., καταστρέφω κ.:
- (Αχέλ. 70), (Ασσίζ. 7530, 12815)·
- δ) καταστροφή:
- (Χρον. Μορ. H 1533)·
- φρ. στρέφομαι ζημία = αποβαίνω εις βάρος κάπ.:
- (Ασσίζ. 14721)·
- ε) συμφορά:
- εσκόλασε το φόνο και την εζημιά (Ερωφ. Δ´ 491)·
- φρ. έρχομαι σε ζημία = με βρίσκει συμφορά:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 969).
- α) Ζημία, βλάβη:
- 2) Ποινή, τιμωρία:
- (Μαχ. 32426)·
- έκφρ. ζημία απέ το κορμί = σωματική τιμωρία:
- (Ασσίζ. 4772).
- 3) Χρηματική επιβάρυνση, είδος φόρου:
- (Ιστ. Ηπείρ. XII9).
[αρχ. ουσ. ζημία. Η λ. και ο τ. ‑ιά και σήμ.]
- 1)