Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζηλοφθονία η.
-
- Φθόνος:
- ετρύφουν ο ελεεινός, … τώρα θωρώ η ζηλοφθονία … θέλει να μου το επάρει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 22).
[<ζηλοφθονώ + κατάλ. ‑ία. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Φθόνος: