Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλιάρης
1 εγγραφή
ζηλιάρης, επίθ.· ζουλιάρης· θηλ. ζηλιαρά· πληθ. ζηλιάροι.
  • 1) Ζηλιάρης, φθονερός:
    • η τύχη η ζηλιαρά ποτέ μη βλάψει το κορμί τση (Ροδολ. Α´ 732).
  • 2) Ζηλότυπος:
    • αποθαίνω μετά τούτον τον ζουλιάρη (Συναξ. γυν. 995).

[<ουσ. ζήλεια + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες