Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζηλεύω· ζηλεύγω· ζουλεύω· μτχ. παρκ. ζηλεμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Ζηλεύω, φθονώ (κάπ. ή για κάπ. πράγμα):
- (Πανώρ. Ε´ 413), (Ερωτοπ. 51).
- 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ:
- (Πεντ. Αρ. V 14).
- 3) Μακαρίζω, καλοτυχίζω κάπ.:
- τ’ αποθαμένου ζήλευγεν τότε ο λαβωμένος (Αχέλ. 439).
- 4)
- α) Επιθυμώ πολύ κ.· επιδιώκω κ. με ζήλο, με ζέση:
- πάντα τ’ Αγγελόκαστρον εζήλευε (ενν. ο Κάρολος) να πάρει (Κορων., Μπούας 6)·
- β) μιμούμαι με προθυμία:
- Ζήλευε πάντα τον καλόν (Σπαν. V Suppl. 25).
- α) Επιθυμώ πολύ κ.· επιδιώκω κ. με ζήλο, με ζέση:
- 1) Ζηλεύω, φθονώ (κάπ. ή για κάπ. πράγμα):
- Β´ Αμτβ.
- 1) Ζηλεύω, φθονώ:
- φοβούμαι να μη ζηλέψει στην πολλή καλομοιριάν απού ’μαι (Ερωφ. Α´ 478).
- 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ:
- (Ροδολ. Γ´ 555).
- 3) Ποθώ, «λαχταρώ» κ.· επιδιώκω με ζήλο:
- Όποια ζηλέψει σε φλουριά, σε ρούχα, σε λογάρι (Περί γέρ. 21).
- 1) Ζηλεύω, φθονώ:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ζηλευτός· ξακουστός, περίφημος:
- άρματα ζηλεμένα (Φορτουν. Γ´ 1).
[αρχ. ζηλεύω. Ο τ. ζου‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και η μτχ. ζηλεμένος και σήμ.]
- Α´ Μτβ.