Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαχαροζυμωμένος, μτχ. επίθ.
-
- (Μεταφ.)
- α) γλυκός, ευχάριστος:
- φιλιά ζαχαροζυμωμένα (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 126)·
- β) όμορφος και γλυκός:
- κορασίδα μου ζαχαροζυμωμένη (Πανώρ. Α´ 339).
- α) γλυκός, ευχάριστος:
[<ουσ. ζάχαρη + μτχ. παρκ. του ζυμώνω]
- (Μεταφ.)