Επιτομή Λεξικού Κριαρά
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαχαρογλυκεράτος, επίθ.
-
- (Μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος:
- η συντυχιά της θαυμαστή, ζαχαρογλυκεράτη (Αχιλλ. N 824).
[<ουσ. ζάχαρη + επίθ. γλυκερός + κατάλ. ‑άτος]
- (Μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος:
- ζαχαρογλυκοπίπερα, επίρρ.
-
- Με γεύση γλυκιά και στυφή:
- ζαχαρογλυκοπίπερα εξέβηκεν ο μούστος (Κρασοπ. L 77).
[<επίθ. *ζαχαρογλυκοπίπερος <καθαρογλυκοπίπερος (βλ. ά.) με επίδρ. του ουσ. ζάχαρη]
- Με γεύση γλυκιά και στυφή:
- ζαχαρόδροσον το.
-
- Γλυκιά δροσιά:
- να στάζει ζαχαρόδροσον σαν τ’ όμορφον σταφύλι (Περί γέρ. 155).
[<ουσ. ζάχαρη + δροσιά]
- Γλυκιά δροσιά:
- ζαχαροζυμωμένος, μτχ. επίθ.
-
- (Μεταφ.)
- α) γλυκός, ευχάριστος:
- φιλιά ζαχαροζυμωμένα (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 126)·
- β) όμορφος και γλυκός:
- κορασίδα μου ζαχαροζυμωμένη (Πανώρ. Α´ 339).
- α) γλυκός, ευχάριστος:
[<ουσ. ζάχαρη + μτχ. παρκ. του ζυμώνω]
- (Μεταφ.)
- ζαχαρόθερμον το· σαχαρόθερμον.
-
- Ζεστό νερό με ζάχαρη, σιρόπι:
- (Προδρ. IV 576).
[<ουσ. ζάχαρη + θερμόν]
- Ζεστό νερό με ζάχαρη, σιρόπι:
- ζαχαρόμελο το.
-
- Ποτό από ζάχαρη και μέλι, ηδύποτο:
- ούτε με ζαχαρόμελα ποσώς να τον γλυκάνουν (Περί ξεν. 531).
[<ουσ. ζάχαρη + μέλι]
- Ποτό από ζάχαρη και μέλι, ηδύποτο:
- ζαχαροπιπεράτος, επίθ.
-
- Που έχει μαγειρευτεί με ζάχαρη και πιπέρι:
- τρώγουν και το κρέας μου ζαχαροπιπεράτον (Πουλολ. 85 κριτ. υπ).
[<ουσ. ζάχαρη + επίθ. πιπεράτος]
- Που έχει μαγειρευτεί με ζάχαρη και πιπέρι: