Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαχαράτος
1 εγγραφή
ζαχαράτος, επίθ.· σαχαράτος.
  • α) Παρασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη:
    • αβγόπιτες … ζαχαράτες (Ζήνου, Βατραχ. 66
    • γρανάτα σαχαράτα (Προδρ. IV 330
  • β) (μεταφ.) γλυκός:
    • το δροσάτο το φιλί, το ζαχαράτο (Αγν., Ποιήμ. Α´ 80).

[<ουσ. ζάχαρη + κατάλ. άτος. Η λ. στο Somav. II (λ. zucchero) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες