Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαρκάδι το· ζαλκάδι.
-
- Μικρό ελάφι, ζαρκάδι:
- (Πεντ. Δευτ. XII 15).
[<παλαιότ. ουσ. ζορκάδιον. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Μικρό ελάφι, ζαρκάδι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<παλαιότ. ουσ. ζορκάδιον. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |