Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαμπέτιν
1 εγγραφή
ζαμπέτιν το· ζαμπέτι· ζαπέτι(ο)ν.
  • Αρωματική ουσία από το ζώο μοσχογαλή:
    • την εχτένιζε με μόσχους και ζαμπέτια (Ευγέν. 203).

[<αραβ. zabād. Ο τ. ι στο Somav. και σήμ. λαϊκ.· βλ. και LBG. Ο τ. ζαπέτι(ο)ν στο Meursius και το Du Cange]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες