Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαγάριον το· ζαγάρι· ζαγάριν.
-
- Κυνηγητικό σκυλί· σκυλί:
- έχει και σκύλους δυνατούς …, ζαγάρια (Συναξ. γαδ. 32).
[<τουρκ. zağar. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- Κυνηγητικό σκυλί· σκυλί: