Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζήτημα το· εζήτημα· ζήτημαν.
-
- 1) Ερώτημα, πρόβλημα:
- (Μαχ. 31822).
- 2)
- α) Αίτημα:
- Λέγει ο Πιλάτος: «Ιωσήφ, τι είναι το ζήτημά σου;» (Ντελλαπ., Στ. θρην. 458)·
- β) απαίτηση, αξίωση:
- του εδίδασι κατά το ζήτημά του (Ιστ. Βλαχ. 1115)·
- γ) (προκ. για το Θεό) εντολή:
- (Θυσ. 467)·
- δ) θέλημα· επιθυμία:
- το ζήτημά μου επλήρωσα (Διγ. Z 3003)·
- ε) παράκληση· χάρη (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- ζήτημαν του εζήτησα (Απολλών. 715).
- α) Αίτημα:
- 3)
- α) (Νομ.) αντιδικία:
- να δικαιωθούν από το ζήτημάν του (Μαχ. 18815)·
- β) διεκδικούμενο χρηματικό ποσό:
- ζήτημαν άνω ενού μάρκου ασήμιν (Ασσίζ. 3593)·
- γ) αίτημα, υπόθεση:
- το άλλον μέρος ενίκησεν το ζήτημαν με το δίκαιον (Ασσίζ. 9410).
- α) (Νομ.) αντιδικία:
[αρχ. ουσ. ζήτημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ερώτημα, πρόβλημα:



