Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάφτι
1 εγγραφή
ζάφτι το· ζάπτι.
  • Περιορισμός, έλεγχος:
    • Τόσα να πουλιώνται με πολύ ζάπτι (Συναδ. φ. 73v).

[<τουρκ. zapt. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες