Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζάφτι το· ζάπτι.
-
- Περιορισμός, έλεγχος:
- Τόσα να πουλιώνται με πολύ ζάπτι (Συναδ. φ. 73v).
[<τουρκ. zapt. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Περιορισμός, έλεγχος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<τουρκ. zapt. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |