Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εὐτυχής
1 εγγραφή
ευτυχής, επίθ.
  • 1)
    • α) Καλότυχος, που ευνοείται από την τύχη:
      • (Λόγ. παρηγ. L 620), (Ιστ. πολιτ. 4514
    • β) που φέρνει ευτυχία:
      • Για θαυμαστά και ευτυχή πράγματα διαλεμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [84]
    • γ) τυχερός, «γούρικος»:
      • Η φύσις γαρ του λιθαριού (ενν. του δακτυλιδιού) πολλά ευτυχής υπάρχει (Φλώρ. 1196).
  • 2)
    • α) Ευτυχισμένος:
      • θανάτου ουκ έχω μέρεμνα πολλήν, ευτυχής υπαγαίνω (Λίβ. Esc. 2204
    • β) ως επίθ. βασιλέων και ευγενών:
      • Βασιλείου του ευτυχούς, ακρίτου του μεγάλου (Διγ. Gr. 1007).
  • 3) Ευχάριστος:
    • (Διγ. Z 1708).
  • Το αρσ. ως ουσ. = άρχοντας, προύχοντας:
    • τους λογάδας και ευτυχείς πάσης Αχαΐας (Δούκ. 42519).

[αρχ. επίθ. ευτυχής. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες