Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εἶμαι
1 εγγραφή
είμαι· έ (μπροστά από φωνήεν, μπροστά από ορισμένα σύμφωνα αντί έν)· εί (μπροστά από ορισμένα σύμφωνα)· είν (μπροστά από σύμφωνο)· είνιαι· είνιν· έν· έναι· έναιν· ένι· γ´ πληθ. παρατ. έτον· ήτασιν· απαρέμφ. είσθαιν· είσθαινε· είσται· είσταιν· μτχ. έσοντα(ς)· εστόντα· έστοντα(ς)· έστοντος· εστόντος· ησντα· όντα(ς).
  • Α´
    • 1)
      • α) (Τριτοπρόσ.) υπάρχει:
        • τιμιότερον της αρετής ουκ ένι (Σπαν. A 149
      • β) υπάρχω στη ζωή, ζω:
        • να με θυμάσαι, λυγερή, ώστε να ζεις και να ’σαι (Ch. pop. 244).
    • 2)
      • α) (Με τις προθ. για, εις ή και το να) προορίζομαι για:
        • εκιντύνευεν και ήτον εις απώλειαν (Χρον. Μορ. H 8554· Κυπρ. ερωτ. 10534), (Ερμον. Ρ 247
      • β) είμαι έτοιμος για κ.:
        • αδυναμίζεις και είσαι να αρρωστήσεις (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 413
      • γ) είμαι κατάλληλος:
        • γιατί δεν ήμου, ουδ’ ήσωνα να κάμω τέτοιο γάμο (Ερωτόκρ. Ε´ 274
      • δ) φρ. δεν είναι για τ’ ατζί μου, βλ. αντζίον 1 φρ.
    • 3)
      • α) Δημιουργούμαι:
        • είπεν ο Θεός: «Ας είναι φως»· και ήτον φως (Πεντ. Γέν. I 3
      • β) γίνομαι:
        • ήτονε αιτία η γυνή του να ρίξει αυτός το σπίτι του (Βεντράμ., Γυν. 142
      • γ) φρ. είμαι εις βοήθειαν, εις ζημίαν κάπ. = γίνομαι βοηθός, ζημιώνω κάπ.:
        • (Χρον. Μορ. H 6112), (Μαχ. 62014).
    • 4)
      • α) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) βρίσκομαι:
        • εις την καδέκλα ήτονε μια φούσκα πλακωμένη (Στάθ. Β´ 49
      • β) βρίσκομαι (σε μια κατάσταση):
        • ο κούντη τε Ρουχάς έναι εις μεγάλην αγάπην με την κυράν μας (Μαχ. 22034
      • γ) βρίσκομαι (με κάπ. μορφή):
        • ως έναι … εγράφως (Ελλην. νόμ. 51615
      • δ) παρευρίσκομαι:
        • Περί των μαρτύρων οπού εντέχεται να ένι εις την διαθήκη (Ασσίζ. 2643
      • ε) βρίσκομαι (σε ηλικία):
        • Είκοσι χρόνων ήτονε εις μέτρον ηλικίας (Λίμπον. 127
      • στ) φρ. είμαι του καιρού μου = έχω την ηλικία μου:
        • (Θυσ. 680
      • ζ) φρ. είμαι εις (δέκα, είκοσι …) χρόνους = έχω ηλικία (δέκα, είκοσι …) χρόνων:
        • (Μαχ. 55018).
    • 5) Κατάγομαι:
      • Πατήρ μας ήτον από των Δουκάδων την μερέαν (Διγ. Esc. 137).
    • 6)
      • α) (Με κατηγ. που δηλώνει ιδιότητα):
        • ο κόσμος έν προσωρινός (Σπαν. A 521
      • β) (με την πρόθ. από και αιτιατ. δηλώνει την ύλη):
        • έναι από κρέας (Ιμπ. 543).
    • 7) Ανήκω:
      • εκείνος του ποίου ήτον η οικία (Ασσίζ. 42229).
  • Β´ Απρόσ.
    • 1) (Με ακόλουθο το ότι) συμβαίνει, γίνεται:
      • αν σε έτυψα πολλάκις, ουκ ήτον ότι εμίσουν σε (Αναγν., Στ. πολιτ. 24
      • (προκ. για τελετή):
        • τα νιάμερά τση ήταν οψές (Βοσκοπ. 381).
    • 2) Πρόκειται:
      • ήτον να γινεί μέγαν σκάνταλον (Βουστρ. 3105).
    • 3) (Με ακόλουθο το να) είναι δυνατόν:
      • Η Σάρρα πλιο δεν ήτονε να γαστρωθεί κοπέλι (Θυσ. 43).
    • 4) Είναι σωστό, ορθό, πρέπει:
      • είναι να ’ξετάσω τα μυστήρια των εκκλησιών; (Μαχ. 6634).
    • 5) (Με ουδ. επιθ. όπως δίκαιον, καλόν, μπορετόν, πρεπόν, κλπ., ή ουσ. όπως καιρός, χρειά, χρήση, κλπ.):
      • Δίκιον είναι μιτά μου να θρηνίζεις (Κυπρ. ερωτ. 9421· Διγ. Α 1732), (Κυπρ. ερωτ. 684), (Θυσ. 1017 κριτ. υπ.
      • Δεν είν’ καιρός να καρτερώ, η ώρα με σπουδάζει (Θυσ. 277· Ροδολ. Α´ 650), (Ελλην. νόμ. 56125).
  • Γ´ Φρ.
    • 1) (Με το μόριο ας και το γ´ πρόσ. του ενεστ.) ας ένι = έστω, ας πούμε:
      • (Μαχ. 4745).
    • 2)
      • α) Είμαι εις την βουλήν = σκέπτομαι, σχεδιάζω να …:
        • (Μαχ. 40621
      • β) με τη γεν. βουλής, θελημάτου, κλπ. = έχω τη σκέψη, την πρόθεση:
        • (Μαχ. 37013‑4
      • γ) είμαι εις την βουλήν κάπ. = είμαι σύμφωνος με τις σκέψεις κάπ., συμφωνώ με κάπ.:
        • (Λίβ. N 3703).
    • 3) Είμαι εις την εξουσίαν κάπ. = εξουσιάζομαι από κάπ.:
      • (Ασσίζ. 4124‑5).
    • 4) Είμαι εις θέλημα = βρίσκομαι στη διάθεση κάπ.:
      • (Μαχ. 1085‑6).
    • 5) Είμαι εις ορισμόν κάπ. = είμαι υπήκοος, υποτελής, κλπ., κάπ.:
      • (Χρον. Μορ. H 6190).
    • 6) Είμαι εις τας χείρας, στα χέρια κάπ. = είμαι στη διάθεση κάπ.:
      • (Ερωφ. Δ´ 351).
    • 7) Είμαι εις εντροπήν κάπ. = ντροπιάζω κάπ.:
      • (Διήγ. παιδ. 466).
    • 8) Είμαι εις όρεξη να … = έχω διάθεση, επιθυμία να …:
      • (Μαχ. 27610).
    • 9) Είμαι στην τιμήν, εις λύπην = κ. με τιμά, με λυπεί:
      • (Κυπρ. ερωτ. 10469), (Διγ. Esc. 1291).
    • 10) Είμαι απάνω εις … = είμαι επικεφαλής, διοικώ:
      • (Κορων., Μπούας 94).
    • 11) Είμαι αποκάτω, αποκατωθιό(ν), βλ. αποκάτω 3α φρ. (3), 3δ φρ. και αποκατωθιό 2.
    • 12) Είμαι προς = προορίζομαι να …:
      • (Σπαν. O 207).
    • 13) Ούτως είμαι προς (κάπ.) = φέρομαι έτσι σε κάπ.:
      • (Σπαν. A 86).
    • 14) Είμαι το ένα με κάπ., βλ. είς 9.
    • 15) Είναι της καρδιάς (μου, σου, του) = (μου, σου, του) αρέσει:
      • (Ιμπ. 314).
    • 16) Είναι η ελπίδα μου εις … = στηρίζω τις ελπίδες μου σε κ.:
      • (Σπαν. A 523).
    • 17) Είναι ο νους μου εις … = σκέπτομαι …:
      • (Λίμπον. 186).
    • 18) Τι έν τό …; = γιατί …;:
      • Τι έν τό εμποδίζονται και ουκ έρχουνται εδώθεν; (Αχιλλ. O 203).
  • Δ´ Εκφρ. έ με, έν τον, έ μας, έν τους = να με, να τον, να μας, να τους:
    • (Κατζ. Α´ 1, Δ´ 171).
  • Ε´ Ως βοηθητ.
    • α) με μτχ. παρκ. για να δηλωθεί μονιμότερη διάρκεια της έννοιας του ρ. = έχω + απαρέμφ. αορ.:
      • θανατερά ήτονε λαβωμένος (Λίμπον. 526
    • β) με μτχ. ενεστ. μέσ. = οριστ. ενεστ. μέσ.:
      • Γενουβήσοι ήτον θαρούμενοι να πάρουν την Βενετίαν (Μαχ. 58625
      • φρ. είναι κείμενον = αναγράφεται στο νόμο, υπαγορεύεται από το νόμο:
        • (Ασσίζ. 15417
    • γ) με μτχ. αορ. = οριστ. αορ.:
      • ήτον ομόσοντα (Χρον. Μορ. H 5489).
  • ΣΤ´ Οι μτχ. έσοντας (να … ή οπού …) και έστοντας (να … ή και να …) σε θέση αιτ. συνδ. = επειδή συνέβαινε ή συνέβη να … (πβ. σημασ. Β´1), επειδή …:
    • (Διακρούσ. 8411), (Συναδ. φ. 25ν), (Παλαμήδ., Βοηβ. 725
    • έστοντας και καθημερνώς να πηαίνει στο παλάτι, ο ρήγας … σαν τέκνο τον εκράτει (Ερωτόκρ. Α´ 89).
  • Ζ´ Η μτχ. έσοντας πιθ. ουσιαστικοπ. = το είναι, η ύπαρξη:
    • ουκ εμέμφθησαν ποσώς απέ το έσοντάς του (Θησ. Δ´ [496]).

[<αρχ. ειμί κατά τα μέσα κείμαι, κάθημαι, κλπ. Οι τ. έναι, ένι, έτον και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες