Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύνοστος
2 εγγραφές [1 - 2]
εύνοστος, επίθ.· έμνοστος· εύμνοστος· όμνοστος.
  • 1) Νόστιμος:
    • γεύσις έμνοστος (Διγ. Esc. 1553).
  • 2) (Μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος:
    • τον ήχον τον έμνοστον (Θησ. Γ´ [111]
    • το εύνοστον παιγνίδιν των ερώτων (Καλλίμ. 2070).
  • 3) Όμορφος:
    • έμνοστον νέον (Διγ. Gr. 1233).
  • 4) Κατάλληλος:
    • καιρόν μη ευρούμεν έμνοστον, ώραν επιτηδείαν (Λίβ. N 2551).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ομορφιά:
    • Ομμάτια τά εκαλλώπισε με το εύνοστον η φύσις (Λίβ. Sc. 1286).

[μτγν. ουσ. εύνοστος ως επίθ. Ο τ. έμν‑ στο Du Cange και σήμ. ποντ. Ο τ. όμν‑ στο Somav.]

ευνοστοσύνη η· εμνοστοσύνη.
  • Νοστιμιά (μεταφ.), χάρη (σωματική):
    • (Φλώρ. 930).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες