Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύνοστ
13 εγγραφές [1 - 10]
εύνοστα, επίρρ.· έμνοστα.
  • 1) Με απόλαυση:
    • έμνοστα να την φάγει (ενν. ο ψαράς τη σμαρίδα) (Αιτωλ., Μύθ. 1234).
  • 2) Με γλυκύτητα, με χάρη:
    • Εφώτιζε (ενν. το πρόσωπο της κόρης) … έμνοστα, χαρά ’καμνε μεγάλη (Θησ. Η´ [795]).

[<επίθ. εύνοστος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Τ. ομν‑ στο Somav.]

ευνοστάδα η· εμνοστάδα· ομνοστάδα.
  • 1) Νοστιμιά· απόλαυση:
    • το ’γλειφε (ενν. η κάτα το ρινί) … με εμνοστάδα (Αιτωλ., Μύθ. 813).
  • 2) Ομορφιά:
    • είχεν μία ομνοστάδα … η αυλή (Συναδ. φ. 34v).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. άδα. Ο τ. εμν‑ και σήμ. ποντ.]

ευνοσταίνω· ομνοσταίνω.
  • Γίνομαι τερπνός, ευχάριστος:
    • και είδον την ανάπαψη ότι καλή και την ηγή ότι ομνόστυνεν (Πεντ. Γέν. XLIX 15).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. αίνω. Πβ. ποντ. ομνοστύνω (Παπαδ.)]

ευνοστεύομαι· εμνοστεύομαι.
  • Διασκεδάζω:
    • να γελάσουσιν και να εμνοστευθούσιν (Διήγ. παιδ. 634).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. εύομαι. Τ. ομν‑ στο Somav.]

ευνοστία η· εμνοστία· εμνοστιά· ευμνοστία· ομνοστιά.
  • 1) (Μεταφ.) γλυκύτητα:
    • ν’ ακούσεις εμνοστιάν με μελωδίας και τέχνης (Απολλών. 220).
  • 2) Διασκέδαση· ανδραγάθημα:
    • αρχιληστάς εφόνευσεν … και μέριμναν ουδέν είχεν περί άλλας εμνοστίας (Διγ. Esc. 1616).
  • 3) Χαρά:
    • τον επαρατρέχαμεν της ευνοστίας τον δρόμον (Λίβ. Sc. 2773).
  • Ως κύρ. όν.:
    • (Λίβ. P 2168).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. ία. Ο τ. εμν‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. ομνοστιά στο Somav. Η λ. τον 6. αι.]

ευνοστοαναλίβαδον το· εμνοστοαναλίβαδον.
  • Όμορφο λιβάδι:
    • (Λίβ. Sc. 2952).

[<επίθ. εύνοστος + ουσ. αναλίβαδον]

ευνοστολίβαδον το· εμνοστολίβαδον· ’μνοστολίβαδον.
  • Όμορφο λιβάδι:
    • (Φλώρ. 768).

[<επίθ. εύνοστος + ουσ. λιβάδι]

ευνοστολογία η· εμνοστολογία.
  • Γλυκά, ευχάριστα λόγια:
    • της κόρης και των εκατόν τας εμνοστολογίας (Λίβ. Sc. 3124).

[<επίθ. εύνοστος + λογία]

εύνοστος, επίθ.· έμνοστος· εύμνοστος· όμνοστος.
  • 1) Νόστιμος:
    • γεύσις έμνοστος (Διγ. Esc. 1553).
  • 2) (Μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος:
    • τον ήχον τον έμνοστον (Θησ. Γ´ [111]
    • το εύνοστον παιγνίδιν των ερώτων (Καλλίμ. 2070).
  • 3) Όμορφος:
    • έμνοστον νέον (Διγ. Gr. 1233).
  • 4) Κατάλληλος:
    • καιρόν μη ευρούμεν έμνοστον, ώραν επιτηδείαν (Λίβ. N 2551).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ομορφιά:
    • Ομμάτια τά εκαλλώπισε με το εύνοστον η φύσις (Λίβ. Sc. 1286).

[μτγν. ουσ. εύνοστος ως επίθ. Ο τ. έμν‑ στο Du Cange και σήμ. ποντ. Ο τ. όμν‑ στο Somav.]

ευνοστοσύνη η· εμνοστοσύνη.
  • Νοστιμιά (μεταφ.), χάρη (σωματική):
    • (Φλώρ. 930).

[<επίθ. εύνοστος + κατάλ. σύνη]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες