Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευχή
2 εγγραφές [1 - 2]
ευχή η· ευκή.
  • 1) Ευχή, προσευχή, παράκληση που διαβάζεται ή λέγεται σε ορισμένη περίσταση:
    • είχεν (ενν. το βιβλίον) κανόνας και ειρμούς, ευχές, ωδές, τροπάρια (Ντελλαπ., Στ. θρην. 676).
  • 2) Ευχή, ευλογία:
    • δος μου σε παρακαλώ με σπλάχνος την ευχή σου (Ερωτόκρ. Γ´ 835).
  • 3) Φρ. άγωμε στην ευκή μου, βλ. άγωμε(ν) Δ´ Φρ. 1.
  • 4) Έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κ., παράκληση:
    • στέλλει μαντατοφόρους … εις όλην την Φραγκίαν ευχήν και παρακάλεσιν να του έχουν βοηθήσει (Χρον. Μορ. P 6197).

[αρχ. ουσ. ευχή. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

ευχήτης ο,
βλ. ευχέτης.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες