Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργάζω
1 εγγραφή
εργάζω· ’ργάζω.
  • 1) Ασχολούμαι:
    • ό,τι ώρα σε στοχάζομαι και μετά σένα εργάζω (Ροδολ. Γ´ 277).
  • 2) Μηχανεύομαι:
    • αυτά εργάζει ο δαίμονας (Δεφ., Λόγ. 241).
  • 3) Χρησιμοποιώ:
    • (Δεφ., Λόγ. 524).
  • 4) Κατεργάζομαι (δέρμα):
    • αγοράζει τον (ενν. τον γάιδαρον) είς οπού έργαζε τα δερμάτια (Νούκ., Μύθ. 39).

[<εργάζομαι. Η λ. τον 4. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.· τ. αργ‑ λαϊκ. (ΙΛ και Δημ., λ. αργάζω· διαφορ. ετυμ. <αρχ. οργάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες