Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επτάτρουλλος
1 εγγραφή
επτάτρουλλος, επίθ.
  • (Προκ. για σκέπασμα τάφου) που έχει επτά εξοχές:
    • σε μεν ο επτάτρουλλος ουτοσί συνέξει λίθος (Παράφρ. Χων. 333).

[<αριθμητ. επτά + ουσ. τρούλλος. Η λ. στο LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες