Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανωγόμιον
1 εγγραφή
επανωγόμιον το· απανωγόμιν· απανωγόμιον.
  • Πρόσθετο φορτίο:
    • να βάλει εις τον γάδαρον άλλον απανωγόμιν (Διήγ. παιδ. 703).

[<επίρρ. επάνω + ουσ. γόμος. Τ. απανωγόμι και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες